- σαραφλίκι
- το1. το έργο του σαράφη.2. το κέρδος του σαράφη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαραφλίκι — το, Ν 1. το έργο και το επάγγελμα τού σαράφη 2. το κέρδος που απομένει στον σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων 3. μτφ. α) φιλονικία, διένεξη για ασήμαντο χρηματικό ποσό β) προσπάθεια για την απόκτηση επί πλέον χρηματικού κέρδους ή η προσπάθεια… … Dictionary of Greek
σαραφιάτικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαράφη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαραφιάτικα το κέρδος τού σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων, σαραφλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράφης + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. γαμπρ ιάτικος)] … Dictionary of Greek